εναρμονίζω

εναρμονίζω
μετ.
1) муз. гармонизировать, гармонизовать; 2) перен. согласовывать; соразмерять

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εναρμονίζω" в других словарях:

  • εναρμονίζω — εναρμονίζω, εναρμόνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εναρμονίζω — 1. κάνω κάτι αρμονικό, ρυθμικό, τού δίνω μουσική αρμονία 2. μτφ. προσαρμόζω στην υπάρχουσα κατάσταση, φέρνω κάτι σε συμφωνία με άλλο …   Dictionary of Greek

  • εναρμονίζω — εναρμόνισα, εναρμονίστηκα, εναρμονισμένος, μτβ. 1. προσαρμόζω σε μελωδικό θέμα την κατάλληλη μουσική αρμονία. 2. κάνω κάτι αρμονικό. 3. μτφ., κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο γενικότερο, προσαρμόζω κάτι: Τα υποβρύχια εναρμόνισαν τη δράση τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρμονίζω — (Α ἁρμονίζω) [αρμονία] εναρμονίζω αρχ. συναρμολογώ …   Dictionary of Greek

  • εναρμόνιση — η 1. η πράξη τού εναρμονίζω, το να κάνει κανείς κάτι ταιριαστό, αρμονικό, και μτφ. το να κάνει κανείς κάτι να συμφωνήσει, να ταιριάσει, να ευθυγραμμισθεί με άλλο 2. μουσ. η προσαρμογή τής κατάλληλης μουσικής αρμονίας, τής αρμονικής συνοδείας σ… …   Dictionary of Greek

  • κανονίζω — (AM κανονίζω) [κανών] 1. ρυθμίζω, διευθετώ κάτι βάσει ορισμένου κανόνα, δηλ. υποδείγματος, μοντέλου, προτύπου, τακτοποιώ, ρυθμίζω 2. επιβάλλω ορισμένους κανόνες σε κάτι νεοελλ. 1. καθορίζω κάτι επακριβώς, με λεπτομέρειες («κανονίζω το πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

  • συνεξομοιώ — όω ΜΑ [ἐξομοιῶ] καθιστώ κάτι εντελώς όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω («[τῷ περιέχοντι] συνεξομοιοῡσθαι πεφύκαμεν πάντες ἄνθρωποι» όλοι οι άνθρωποι γινόμαστε όμοιοι με το κλίμα, δηλ. συμμορφωνόμαστε ανάλογα με το κλίμα, Πολ.) αρχ. προσαρμόζω,… …   Dictionary of Greek

  • συντονίζω — Ν [σύντονος] 1. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο ως προς τον τόνο ή τον ρυθμό 2. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο, εναρμονίζω («η αντιπολίτευση πρέπει να συντονίσει τις προσπάθειές της») 3. (ειδικά) διευθύνω συζήτηση με πολλούς ομιλητές …   Dictionary of Greek

  • κουρδίζω — και κουρντίζω και κορντίζω και χορδίζω κούρδισα και κούρντισα και κόρντισα και χόρδισα, κουρδίστηκα και κουρντίστηκα και κορντίστηκα και χορδίστηκα, κουρδισμένος και κουρντισμένος και κορντισμένος και χορδισμένος 1. εναρμονίζω τις χορδές μουσικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμμορφώνω — συμμόρφωσα, συμμορφώθηκα, συμμορφωμένος 1. κάνω κάποιον σύμφωνο με κάτι, τον εναρμονίζω με κάτι: Δε συμμορφώθηκε προς τις υποδείξεις. 2. σωφρονίζω, κάνω κάποιον ευπειθή: Μόνο με το ξύλο θα τον συμμορφώσεις. 3. τακτοποιώ, ευπρεπίζω: Προσπάθησε να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντονίζω — συντόνισα, συντονίστηκα, συντονισμένος, εναρμονίζω, κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο: Δεν μπόρεσαν να συντονιστούν στο τραγούδι. – Συντονίστηκαν τα πυρά της αεροπορίας και του πυροβολικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»